- κρύος
- (I)-α, -ο και κρύγιος -ια, -ιο (AM κρύος, -α, -ον, Μ και κρύγιος, -ια, -ιο)νεοελλ.-μσν.1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος»)2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή διαχυτικότητα, άτονος (α. «μού μίλησε με κρύα καρδιά» β. «κρύα γυναίκα»)3. αδιάφορος, ασυγκίνητος4. εξαντλημένος, αδύναμοςνεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, άχαρος, άνοστος, ανιαρός2. (για λόγο) αυτός που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, σαχλός, ανούσιος («το αστείο του ήταν πολύ κρύο»)3. (για τόπο) αυτός που δεν παρέχει την αίσθηση τής θαλπωρής («κρύο σπίτι»)4. (φρ. (για πρόσ.) «σαν τα κρύα νερά» — όλο νιάτα, ζωντάνια και ομορφιά5. παροιμ. «ζεσταίνει ο κρύος τον παγωμένο» — λέγεται γι' αυτόν που ενώ έχει ανάγκη ο ίδιος για βοήθεια, προσπαθεί να βοηθήσει άλλονμσν.1. (για κοπέλα) δροσάτη, όμορφη2. το ουδ. ως ουσ. ὁ κρύοςείδος διάφανης πέτρας3. φρ. «μένω κρύος» — παγώνω από τον φόβο μουαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ κρύοςο κρύσταλλος. Επιρρ. κρύα (Μ κρύα)με κρύο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύος -α -ον < κρύον < κρύος (τὸ). Ο τ. κρύγιος < κρυjός με συνίζηση και παράσταση με -γ- τού αναπτυχθέντος μεταξύ τών φωνηέντων ημιφώνου -j-].————————(II)κρύος, -ους, τὸ (AM)1. ψύχος, κρύο («ὥρη χειμερίη, ὁπότε κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει», Ησίοδ.)2. συνεκδ. φρίκη, τρόμος («κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική ομάδα κρύος, κρυμός, κρύσταλλο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *grus- τής ΙΕ ρίζας *greus- «πάγος, όγκος πάγου, κρούστα» (πρβλ. κρέας) και συνδέεται με γερμανικές λ. (πρβλ. αρχ. νορβ. hriόsa, hraus «ριγώ, ανατριχιάζω», αρχ. άνω γερμ. hroso «πάγος», λεττον. kreve «κόρα»). Η λ. κρύσ-τ-αλλος εμφανίζει επίθημα -αλός με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-λλ-) και οδοντικό -τ-, το οποίο είναι δυσερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με λατ. crusta, τοχαρ. Β krost και τοχαρ. A kuraś «ψυχρός». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή crystallus και απ' αυτήν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, κυρίως με τη μορφή επιστημον. όρων, πρβλ. crystallite: κρυσταλλίτης, crystallography: κρυσταλλογραφία. Η λ. κρυμός (πρβλ. θυμός) < *κρυσ-μός, με σίγηση τού -σ- και αντέκταση (-ῠ- > -ῡ-), συνδέεται με αβεστ. xru-ma «τρομακτικός, φρικτός».ΠΑΡ. κρυερός, κρυώδηςαρχ.κρυόεις, κρυούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.